επίπεδο

επίπεδο
Κάθε επιφάνεια, πάνω στην οποία εφαρμόζει η ευθεία προς όλες τις διευθύνσεις. Στην αναλυτική γεωμετρία, το ε. χαρακτηρίζεται ως το καρτεσιανό γινόμενο R χ R (όπου R είναι το σύνολο των πραγματικών αριθμών), δηλαδή το σύνολο των διατεταγμένων ζευγών (x, ψ) από πραγματικούς αριθμούς. Χαρακτηρίζεται τότε ως ευθεία κάθε υποσύνολο του επιπέδου, με την ιδιότητα ότι κάθε σημείο του (x, ψ) ικανοποιεί μια εξίσωση α’ βαθμού: αx + βψ + γ = 0 (όπου δεν ισχύει α = β = 0· α, β, γ είναι πραγματικοί αριθμοί). Στο ε. εισάγονται αμφιμονοσήμαντες απεικονίσεις στον εαυτό του, που μετασχηματίζουν τις ευθείες σε ευθείες· έτσι, εισάγεται στο ε. μια ομοπαραλληλική γεωμετρία (κατ’ αυτή, π.χ., δύο παραλληλόγραμμα μετασχηματίζονται αμοιβαία με έναν κατάλληλο μετασχηματισμό). Αν περιοριστούμε σε εκείνους από τους προηγούμενους μετασχηματισμούς που διατηρούν αμετάβλητη την απόσταση, εισάγουμε μια μετρική γεωμετρία (το ε. χαρακτηρίζεται τότε ως ευκλείδιο). Αν αντί του σώματος R των πραγματικών αριθμών, θεωρήσουμε ένα οποιοδήποτε σώμα Κ και επαναλάβουμε τα προηγούμενα, διατηρώντας τον ορισμό της ευθείας (οι συντελεστές α, β, γ τώρα είναι στοιχεία του σώματος Κ), φτάνουμε σε μια ενδιαφέρουσα γενίκευση. Ειδικά, αν το Κ είναι το σώμα G των μιγαδικών αριθμών, έχουμε το μιγαδικό ε. G x G (δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τον όρο ε. των μιγαδικών αριθμών). Στον συνήθη τρισδιάστατο χώρο, ένα ε. χαρακτηρίζεται ως το υποσύνολο του χώρου, που κάθε σημείο του (x, ψ, z), ως προς ένα σύστημα καρτεσιανών συντεταγμένων, ικανοποιεί μια εξίσωση Αx + Βψ + Γz + Δ = 0 (Α, Β, Γ πραγματικοί αριθμοί και δεν ισχύει Α = Β = Γ = 0). Ωστόσο, επίπεδη καμπύλη ονομάζεται κάθε γραμμή του επιπέδου, που η αλγεβρική μορφή της είναι ψ = f(x) σε καρτεσιανές συντεταγμένες, όπου f(χ) είναι πολυώνυμο του χ, βαθμού μεγαλύτερου ή ίσου του 2.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίπεδο — το 1. (γεωμ.), επίπεδη επιφάνεια. 2. (γεωμ.), απεριόριστη επιφάνεια που περιλαμβάνει όλα τα σημεία ευθείας η οποία συνδέει δύο από τα σημεία της. 3. κάθε τμήμα εδάφους οριζοντιωμένο. 4. μτφ., θέση ή τάξη στη διαβάθμιση των αξιών, βαθμίδα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίπεδο φωτοαντιστάθμισης — Βλ. λ. ευφωτική ζώνη …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρινό επίπεδο — (Αστρον.). Το επίπεδο που ορίζεται από τον άξονα της ουράνιας σφαίρας και την κατακόρυφο του τόπου. Το μ.ε. συμπίπτει με το επίπεδο του γήινου μεσημβρινού του τόπου. Τα μ.ε. είναι άπειρα στο πλήθος και τέμνουν την επιφάνεια της γήινης σφαίρας σε… …   Dictionary of Greek

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”